θρυμμάτιση

θρυμμάτιση
[-ις (-εως)] η , θρυμμάτισμα τό , θρυμμάτισμός ο
1) крошение, измельчение; дробление; разбивание; 2) перен. уничтожение, истребление

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θρυμμάτιση" в других словарях:

  • θρυμμάτιση — η [θρυμματίζω] ο θρυμματισμός …   Dictionary of Greek

  • θρυμμάτιση — η θρυμματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάκλαση — η (Α διάκλασις, εως) [διακλώ] θρυμμάτιση, το σπάσιμο ενός πράγματος σε πολλά κομμάτια, σε θρύψαλα νεοελλ. 1. θρύψαλο, σπασμένο κομμάτι 2. παλαιά χειρουργική μέθοδος ακρωτηριασμού, κατά την οποία έσπαζαν το οστό τού εγχειριζόμενου μέλους 3. ρήγμα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»